- υποκατάσταση
- η / ὑποκατάστασις, -άσεως, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαθιστώ, αντικατάσταση, αναπλήρωσηνεοελλ.1. (νομ.) η τοποθέτηση προσώπου ή πράγματος στη θέση άλλου προσώπου ή πράγματος, βάσει τού νόμου ή τής ιδιωτικής βούλησης (α. «υποκατάσταση αντιπροσώπου» β. «υποκατάσταση κληρονόμου»)2. γλωσσ. η διαδικασία και το αποτέλεσμα τής αντικατάστασης ενός γλωσσικού στοιχείου σε φωνολογικό, μορφολογικό ή σημασιοσυντακτικό επίπεδο3. (φυσ.-χημ.-μεταλργ.) η αντικατάσταση, σε ένα στερεό διάλυμα, τών δομικών μονάδων τού κρυσταλλικού πλέγματος τού στερεού μέσου διασποράς από τις δομικές μονάδες τής διαλυμένης ουσίας4. χημ. χημική αντίδραση κατά τη διάρκεια τής οποίας ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων σε μια χημική ένωση αντικαθίσταται από άλλο άτομο ή άλλη ομάδα5. βιολ. η αντικατάσταση ενός είδους από μια μεταλλαγμένη μορφή του6. (ψυχολ.) ψυχοδυναμικός μηχανισμός άμυνας με τον οποίο ένα άτομο αντικαθιστά μη εφικτή ή μη αποδεκτή επιθυμία ή ενόρμηση ή μη εφικτό ή αποδεκτό συναίσθημα ή σκοπό, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει, με κάτι άλλο πραγματοποιήσιμο ή περισσότερο αποδεκτό7. (οικον.) η αντικατάσταση ενός παραγωγικού συντελεστή από κάποιον άλλον στην παραγωγική διεργασία χωρίς να επέλθει αλλοίωση τού παραγωγικού αποτελέσματος8. φρ. «αποτέλεσμα υποκατάστασης»(οικον.) η μεταβολή τής ζητούμενης ποσότητας ενός αγαθού ως συνέπεια τής μεταβολής τής τιμής πωλήσεώς του έτσι ώστε ο καταναλωτής να εξακολουθεί να παραμένει στο ίδιο επίπεδο διαβίωσης.
Dictionary of Greek. 2013.